αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… … Dictionary of Greek
πορφυρία — η, Ν ιατρ. 1. ομάδα νόσων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σημαντικά αυξημένη παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών ή μιας από τις πρόδρομες μορφές τους 2. φρ. α) «ερυθροποιητικές πορφυρίες» κατηγορία πορφυριών στην οποία η υπερπαραγωγή πορφυρινών… … Dictionary of Greek
πορφυρινουρία — η, Ν ιατρ. η παρουσία πορφυρινών στα ούρα, τα οποία παίρνουν πορφυρή απόχρωση όταν εκτεθούν στο φως και που οφείλεται σε δηλητηριάσεις, σε ορισμένες μορφές αβιταμίνωσης, ηπατικές ανεπάρκειες και ιδιοπαθείς πορφυρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
πρωτοπορφυρίνη — η, Ν (βιοχ.) τετραπυρρολικό παράγωγο που συνδέεται με δισθενή σίδηρο για να δώσει την αίμη, δηλαδή την προσθετική ομάδα τών χρωμοπρωτεϊνών, τής αιμοσφαιρίνης, τής μυοσφαιρίνης, τών κυτοχρωμάτων και άλλων σχετικών ενζύμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
φυλλοπορφυρίνη — η, Ν χημ. χρωστική ουσία που παράγεται από την χλωροφύλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phylloporphyrin < φύλλο(ν) + πορφυρίνη] … Dictionary of Greek
χλωροφύλλη — Πράσινη χρωστική ουσία των φυτών, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ενέργεια του ηλιακού φωτός που ακτινοβολείται σε χημική ενέργεια. Πράγματι, με βάση το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, η χ. συνθέτει υδατάνθρακες· κατά… … Dictionary of Greek
Φίσερ, Χανς — (Fischer, Χεχστ επί του Μάιν 1881 – Μόναχο 1945). Γερμανός χημικός. Δίδαξε εφαρμοσμένη ιατρική χημεία στο Ίνσμπουργκ και στη Βιέννη. Το 1921 έγινε καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου της οργανικής χημείας στο Πολυτεχνείο του Μονάχου.… … Dictionary of Greek